Οι απεικονιστικές εξετάσεις παίζουν σπουδαίο ρόλο στη διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα. Παρέχουν εικόνες του εσωτερικού του ανθρώπινου σώματος με τη βοήθεια διάφορων τεχνολογιών, όπως οι ακτίνες Χ (ακτινογραφία και αξονική τομογραφία), οι μαγνητικές τομογραφίες (μαγνητική τομογραφία), οι υπερηχογραφίες (ηχητικά κύματα) και οι σπινθηρογραφίες (χρήση ραδιενεργών σωματιδίων, όπως σπινθηρογράφημα οστών και ολόσωμο PET) .
Οι απεικονιστικές εξετάσεις δεν μπορούν να θέσουν την ιστολογική επιβεβαίωση που είναι απαραίτητη για τη διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα. Ωστόσο, παρέχουν αρκετές πληροφορίες, ώστε ο θεράπων ιατρός να συνθέσει τη συνολική εικόνα, να σχεδιάσει τη λήψη βιοψιών και να παρακολουθήσει την εξέλιξη της νόσου κατά τη διάρκεια αλλά και μετά τη θεραπεία.
Σκοπός των Απεικονιστικών Εξετάσεων:
Ακρίβεια στη Διάγνωση: Παροχή ακριβέστερων πληροφοριών για περιοχές όπου υπάρχει υποψία καρκίνου, βελτιώνοντας την εντόπιση και τον χαρακτηρισμό των βλαβών.
Προσδιορισμός Έκτασης: Καθορισμός της εξάπλωσης του καρκίνου (σταδιοποίηση) μέσω των απεικονιστικών ευρημάτων, επιτρέποντας την κατάλληλη σταδιοποίηση.
Αξιολόγηση Θεραπείας: Εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας μέσω συγκρίσεων απεικονιστικών εξετάσεων πριν και μετά την παρέμβαση.
Παρακολούθηση Υποτροπής: Έλεγχος για πιθανά σημάδια υποτροπής του καρκίνου μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας, με στόχο την έγκαιρη παρέμβαση σε περιπτώσεις υποτροπής.
Ακτινογραφία Θώρακος
Η ακτινογραφία θώρακος αποτυπώνει εικόνες όλων των δομών του θώρακα (οστών, πνευμόνων, καρδιάς, αγγείων, σπονδυλικής στήλης κλπ).

Η ακτινογραφία θώρακος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα πρώτο βήμα για τη διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα, ειδικά σε συνδυασμό με σύγχρονες τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη. Σε περιπτώσεις όπου υπάρχει υποψία ύπαρξης όγκου ή άλλης βλάβης, η περαιτέρω διερεύνηση με πιο εξειδικευμένες απεικονιστικές μεθόδους, όπως η αξονική τομογραφία, μπορεί να είναι απαραίτητη. Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει τη βελτίωση της διαγνωστικής ακρίβειας, ενώ ταυτόχρονα καθιστά τη διαδικασία πιο προσβάσιμη και οικονομικά αποδοτική για τους ασθενείς.
Η ακτινογραφία θώρακος χρησιμοποιείται για την αναγνώριση και την αξιολόγηση διαφόρων πνευμονικών παθήσεων, συμπεριλαμβανομένου και του καρκίνου του πνεύμονα.
Ωστόσο, ορισμένες φορές λόγω της επικάλυψης μικρών βλαβών από άλλες ανατομικές περιοχές και της χαμηλότερης ακρίβειας, η ακτινογραφία θώρακος έχει κάποιους περιορισμούς στην αναγνώριση μικρών ή πρώιμων βλαβών που εμφανίζονται στα αρχικά στάδια της νόσου. Ωστόσο, η έρευνα πρόκειται να βελτιώσει την διακριτική της ικανότητα μέσω ενσωμάτωσης τεχνητής νοημοσύνης.
Αξονική ή Υπολογιστική Τομογραφία (CT) Θώρακος
Σε αντίθεση με τη συμβατική ακτινογραφία, η οποία λαμβάνει μία εικόνα, ο αξονικός τομογράφος λαμβάνει πολλαπλές εικόνες καθώς περιστρέφεται γύρω από τον ασθενή, προκειμένου να ληφθούν εικόνες από διαφορετικές γωνίες. Έτσι δημιουργούνται τρισδιάστατες (3D) απεικονίσεις των οργάνων και των ιστών.

Η αξονική τομογραφία μας δίνει συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με το μέγεθος, το σχήμα και τη θέση των πνευμονικών μαζών ή όζων. Βοηθά επίσης στην ανεύρεση διογκωμένων λεμφαδένων ή μαζών σε άλλα όργανα που μπορεί να οφείλονται στην εξάπλωση του καρκίνου του πνεύμονα. Πρέπει να επισημάνουμε ότι, ενώ η αξονική τομογραφία μπορεί να δείξει ότι υπάρχει ένας συμπαγής όγκος, δεν μπορεί να καθορίσει επακριβώς τη φύση του, ούτε τη βιολογική συμπεριφορά του (πχ κακοήθης ή καλοήθης). Για τον σκοπό αυτό, απαιτούνται κατά κύριο λόγο ιστολογικές εξετάσεις (βιοψίες).
Ενίοτε πριν από την εξέταση χορηγείται στον ασθενή σκιαγραφικό υλικό είτε ως πόσιμο διάλυμα είτε ενδοφλέβια, έτσι ώστε ορισμένα όργανα και αιμοφόρα αγγεία να είναι ευδιάκριτα και να είναι η εξέταση πιο κατατοπιστική. Κατά τη διάρκεια της λήψης που διαρκεί μονάχα ελάχιστα δευτερόλεπτα, ο ασθενής πρέπει να παραμένει ακίνητος και να κρατήσει την αναπνοή του.
Σήμερα, χρησιμοποιούμε ευρέως την αξονική τομογραφία χαμηλής δόσης ακτινοβολίας (LDCT) για την προληπτική ανίχνευση καρκίνου του πνεύμονα και για την παρακολούθηση των μεταβολών στους πνευμονικούς όζους. Η δόση ακτινοβολίας της LDCT είναι πέντε φορές χαμηλότερη από εκείνη της συμβατικής αξονικής τομογραφίας.

Μαγνητική Τομογραφία (MRI)
Οι μαγνητικές τομογραφίες παρέχουν λεπτομερή απεικόνιση των εσωτερικών οργάνων του σώματος με τη χρήση ραδιοκυμάτων και ισχυρών μαγνητών.
Πριν την διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας χορηγείται, κατά κανόνα, ενδοφλέβια σκιαγραφική χρωστική ουσία για την ευκρίνεια των εικόνων.
Αν και η μαγνητική τομογραφία (MRI) δεν μπορεί να δώσει λεπτομερείς εικόνες του πνεύμονα, σε περιπτώσεις καρκίνου, χρησιμοποιείται για να διαπιστωθεί εάν ο όγκος έχει εξαπλωθεί στον εγκέφαλο, στην καρδιά, στα αγγεία στη σπονδυλική στήλη και τις πλευρές ή στον νωτιαίο μυελό.
Ο σαρωτής είναι συνήθως ένας στενός θάλαμος στον οποίο ξαπλώνει ο ασθενής. Υπάρχουν μηχανήματα μαγνητικής τομογραφίας ανοιχτού τύπου, για άτομα που νιώθουν άβολα σε μηχάνημα κλειστού τύπου, ωστόσο οι εικόνες ενδέχεται να είναι λιγότερο ευκρινείς. Η μαγνητική τομογραφία διαρκεί αρκετά περισσότερο από την αξονική τομογραφία, ενίοτε έως και 50 λεπτά. Λόγω του δυνατού θορύβου του μηχανήματος, χορηγούνται συχνά ωτοασπίδες στους ασθενείς.
Τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET-CT scan)
Η Τομογραφία Εκπομπής Ποζιτρονίων (PET-CT) είναι μια σημαντική διαγνωστική τεχνική που χρησιμοποιείται συχνά στην αξιολόγηση και σταδιοποίηση του καρκίνου του πνεύμονα.
Η εξέταση PET-CT συνδυάζει “Τομογραφία Εκπομπής Ποζιτρονίων” και “Αξονική Τομογραφία”, επιτρέποντας έτσι πρώτον, την ανίχνευση μεταβολικά ενεργών περιοχών στο σώμα, χαρακτηριστικό των καρκινικών κυττάρων, και δέυτερον, λεπτομερείς ανατομικές πληροφορίες για τη δομή των περιοχών που ανιχνεύει η PET.
Με αυτόν τον τρόπο προσδιορίζει εάν ένα παθολογικό εύρημα στην ακτινογραφία ή στην αξονική τομογραφία θώρακος έχει ή δεν έχει αυξημένη μεταβολική δραστηριότητα (δηλαδή αν είναι μια ενεργή αλλοίωση και πιθανόν καρκίνος, λοίμωξη ή φλεγμονή ή αν είναι κάποια ανενεργή βλάβη πιθανόν οφειλόμενη σε παλαιότερη νόσο).
Στον ασθενή χορηγείται ενδοφλέβια ραδιοφάρμακο, ανάλογο της γλυκόζης. Επειδή τα καρκινικά κύτταρα έχουν ταχύ μεταβολισμό, απορροφούν περισσότερο τη ραδιενεργή γλυκόζη από ό,τι τα περισσότερα υγιή κύτταρα. Περίπου μία ώρα μετά την έγχυση, μια ειδική κάμερα αποτυπώνει την ακτινοβολία της ραδιενεργού γλυκόζης που απορροφήθηκε από το σώμα του ασθενούς και δημιουργεί μια εικόνα των παθολογικών περιοχών σε ολόκληρο το σώμα.
Η συγκεκριμένη εξέταση πραγματοποιείται σε όλο το σώμα και ο ασθενής θα πρέπει να απέχει πολλές ώρες από το φαγητό.
Ελέγχει την έκταση της νόσου, συμβάλλοντας έτσι στην σταδιοποίηση, καθώς μας δίνει πληροφορία για το αν υπάρχει εξάπλωση του καρκίνου σε λεμφαδένες, οστά ή άλλα όργανα όλου του σώματος
Το PET-CT scan (συνδυασμένη εξέταση ΡΕΤ και Υπολογιστικής τομογραφίας) που κατά κανόνα χρησιμοποιείται σήμερα δεν μπορεί πάντα να διακρίνει μεταξύ μιας καλοήθους φλεγμονής, λοίμωξης ή κακοήθους νόσου και γι’αυτό όταν ένα άγνωστης αιτιολογίας εύρημα εμφανιστεί στο PET απαιτούνται όμως βιοψίες για να καθοριστεί με ακρίβεια και ασφάλεια ή τελική διάγνωση
Σπινθηρογράφημα Οστών
Στην περίπτωση του καρκίνου του πνεύμονα, οι μεταστάσεις στα οστά είναι συχνές, ειδικά όταν η νόσος είναι προχωρημένη. Το σπινθηρογράφημα οστών μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό τέτοιων μεταστάσεων, ακόμη και πριν εμφανιστούν συμπτώματα ή ανιχνευθούν από άλλες μεθόδους απεικόνισης.
Το σπινθηρογράφημα οστών όπως και το ΡΕΤ, βασίζεται στην ακτινοβολία (σπινθηρισμό) του ραδιενεργού υλικού που χορηγείται στην κυκλοφορία του αίματος και απορροφάται από τα οστά. Τα οστά με μεγαλύτερη μεταβολική δραστηριότητα (μεταστατικές περιοχές) απορροφούν περισσότερη ποσότητα ραδιενεργού υλικού, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται ως θερμά σημεία. Οι περιοχές που εμφανίζονται πιο φωτεινές (ή πιο «θερμές») στο σπινθηρογράφημα αντιστοιχούν σε περιοχές αυξημένης οστεοβλαστικής δραστηριότητας, η οποία μπορεί να υποδηλώνει την παρουσία μεταστατικών βλαβών.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι μεταστάσεις μπορεί να εμφανίζονται ως «ψυχρά σημεία» εάν έχουν καταστρέψει εντελώς την οστική δομή.
Το σπινθηρογράφημα οστών είναι πολύ ευαίσθητο αλλά όχι τόσο ειδικό, καθώς άλλες καταστάσεις όπως τραύματα, λοιμώξεις ή αρθρίτιδα μπορούν επίσης να εμφανίζονται ως θερμά σημεία. Για αυτόν τον λόγο, τα ευρήματα του σπινθηρογραφήματος συχνά πρέπει να επιβεβαιώνονται με άλλες διαγνωστικές εξετάσεις, όπως αξονική ή μαγνητική τομογραφία.
Δεδομένου ότι η εξέταση ΡΕΤ-CT είναι ολόσωμη, εντοπίζει τις βλάβες και στα οστά. Συνεπώς αν έχει ήδη γίνει ΡΕΤ-CT δεν χρειάζεται σπινθηρογράφημα οστών για τη διερεύνηση οστικών εντοπίσεων του καρκίνου του πνεύμονα.